) ακριβής

  • 81αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… …

    Dictionary of Greek

  • 82αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …

    Dictionary of Greek

  • 83αμπέρ — (ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της… …

    Dictionary of Greek

  • 84αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 85ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… …

    Dictionary of Greek

  • 86αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] …

    Dictionary of Greek

  • 87ανδάνω — ἁνδάνω (Α) 1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ 2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσών συνδέεται… …

    Dictionary of Greek

  • 88αντιγραφή — η (AM ἀντιγραφή) η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου νεοελλ. (για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση αρχ. 1. γραπτή απάντηση σε γράμμα 2. απολογία κατηγορουμένου 3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία 4. αναίρεση, ανασκευή 5. αντίγραφο …

    Dictionary of Greek

  • 89απέλλα — H συνέλευση των αρχαίων Σπαρτιατών που γινόταν κάθε πανσέληνο, στον χώρο μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνα. Καθιερώθηκε από ρήτρα του Λυκούργου, περίπου το 800 π.Χ. * * * ἀπέλλα, η (Α) «εκκλησία του δήμου», συνέλευση του λαού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 90απεικόνιση — (Μαθημ.).Ας είναι Ι, I’ δύο οποιαδήποτε σύνολα, διάφορα από το κενό σύνολο. Στα μαθηματικά, λέγεται ότι υπάρχει μια α. του I στο I’, εάν σε κάθε στοιχείο α του Ι αντιστοιχεί με κάποιον καθορισμένο τρόπο ένα ή περισσότερα στοιχεία α’ του I’ έτσι… …

    Dictionary of Greek