) ακριβής

  • 71ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 72ακρίβασμα — ἀκρίβασμα ( ατος), το (Α) [ἀκριβάζω] 1. η ακριβής γνώση 2. το πρόσταγμα …

    Dictionary of Greek

  • 73ακρίβωμα — ἀκρίβωμα, το (Α) [ἀκριβῶ] 1. (στον Επίκουρο) η ακριβής γνώση 2. (στη μουσική) η σωστή ερμηνεία στην εκτέλεση …

    Dictionary of Greek

  • 74ακρίβωσις — ἀκρίβωσις ( εως), η (Α) 1. η ακριβής τήρηση του νόμου 2. η εξακρίβωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβωτικός] …

    Dictionary of Greek

  • 75ακριβάζω — ἀκριβάζω (Α) 1. ἀκριβῶ* 2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής] …

    Dictionary of Greek

  • 76ακριβεστέρως — ἀκριβεστέρως επίρρ. (Μ) με πολύ μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβέστερος, συγκρ. βαθμ. τού επιθ. ἀκριβής] …

    Dictionary of Greek

  • 77ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …

    Dictionary of Greek

  • 78ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 79ακριβόλεκτος — ἀκριβόλεκτος, ον (Μ) αυτός που έχει λεχθεί με μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + λεκτὸς < λέγω] …

    Dictionary of Greek

  • 80ακριβόμετρο — το ακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + μέτρο. ΠΑΡ. ακριβομετρώ] …

    Dictionary of Greek