) ακριβής
61Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …
62Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) …
63άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …
64άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …
65άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …
66έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …
67αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …
68αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… …
69αιζηός — αἰζηός, ο (Α) 1. ως επίθ. ρωμαλέος, δυνατός, δραστήριος 2. ως ουσ. άνδρας, πολεμιστής, παληκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας, όπως αβέβαιη είναι και η ακριβής σημ. τής λ. Η επικρατέστερη άποψη (τού Danielsson), που παράγει τη λ. < *αἰζα Fos… …
70ακ- — [ἄκαινα, ἀκαλήφη, ἄκανθα, ἄκανος, ἄκαστος, ἀκαχμένος, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή, ἄκμων, ἀκόνη, ἄκορνα, ἀκοστή, ἀκούω, ἀκράχολος, ἀκρεμών, ἀκριβής, ἄκρις, ἄκρος, ἀκροῶμαι, ἀκτή, ἀκωκή, ἄκω, ἄχνη, ἄχυρον, ὄκρυς, ὀξύς] Γλωσσ. ρίζα εκατοντάδων λέξεων τής… …