) ακριβής
21διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …
22περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …
23φιλακριβώ — έω, Α 1. αγαπώ την ακρίβεια, είμαι πολύ ακριβής 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλακριβοῡντες μετ ἀκριβείας διαχωρίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. πιθ. < φιλ(ο) * + ἀκριβής, κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ] …
24ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… …
25εντόπιση — εντόπιση, η και εντοπισμός, ο 1. ο περιορισμός σε συγκεκριμένο χώρο, η παρεμπόδιση επέκτασης: Οι πυροσβέστες πέτυχαν τον εντοπισμό της πυρκαγιάς. 2. ο ακριβής καθορισμός της θέσης κρυμμένου πράγματος ή ατόμου: Έγινε ο εντοπισμός των φυγόδικων. 3 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26τἀκριβέα — ἀκρῑβέα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκρῑβέα , ἀκριβής exact masc/fem acc sg (epic ionic) …
27τἀκριβές — ἀκρῑβές , ἀκριβής exact masc/fem voc sg ἀκρῑβές , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc sg …
28τἀκριβέστατον — ἀκρῑβέστατον , ἀκριβής exact masc acc superl sg ἀκρῑβέστατον , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc superl sg …
29ἀκριβεστάτας — ἀκρῑβεστάτᾱς , ἀκριβής exact fem acc superl pl ἀκρῑβεστάτᾱς , ἀκριβής exact fem gen superl sg (doric aeolic) …
30ἀκριβεστάτων — ἀκρῑβεστάτων , ἀκριβής exact fem gen superl pl ἀκρῑβεστάτων , ἀκριβής exact masc/neut gen superl pl …