) ακριβής

  • 121εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …

    Dictionary of Greek

  • 122εξακρίβωση — η (AM ἐξακρίβωσις) [εξακριβώ] νεοελλ. διαπίστωση, επαλήθευση, βεβαίωση («εξακρίβωση τής ειδήσεως») μσν. ακριβής έκθεση αρχ. αυστηρή τήρηση («ἐξακρίβωσις τοῡ νόμου», Ιώσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 123εξαρίθμησις — ἐξαρίθμησις, η (Α) [εξαριθμώ] 1. ακριβής αρίθμηση, μέτρηση 2. λεπτομερειακή απαρίθμηση, λεπτομερής έκθεση …

    Dictionary of Greek

  • 124εξεικόνιση — η (Μ ἐξεικόνισις και ἐξεικόνησις) [εξεικονίζω] απεικόνιση, ακριβής αναπαράσταση ή περιγραφή …

    Dictionary of Greek

  • 125εξεικόνισμα — ἐξεικόνισμα, το (AM) [εξεικονίζω] ακριβής αναπαράσταση …

    Dictionary of Greek

  • 126επακριβής — (Α ἐπακριβής, ές) νεοελλ. αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής αρχ. 1. επιμελής 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές με ακρίβεια, επιμελώς επίρρ... επακριβώς με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς …

    Dictionary of Greek

  • 127επαληθεύω — (AM ἐπαληθεύω) 1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.) 2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι… …

    Dictionary of Greek

  • 128επιλούριον — ἐπιλούριον, τὸ (Μ) μακρύς επενδύτης χωρίς κουμπιά, πάνω από τον θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παράλληλο ή παρεφθαρμένο τ. τού επιλούρικον < επί + λούρικον (< λωρίκιον «θώρακας» < λατ. lorica. Η εναλλαγή ω / ου συνηθισμένη στη μσν …

    Dictionary of Greek