) ακριβής

  • 111δίος — δῑος, ῑα, ῑον (Α) Ι. 1. αυτός που κατάγεται από τον Δία ή ανήκει στον Δία 2. (για θεούς) θείος, λαμπρός («δῑα θεάων, δῑος δαίμων») 3. (για ανθρ.) ευγενής, ένδοξος («Πηνελόπη δῑα γυναικῶν») 4. (για ανθρ. με ψυχική ανωτερότητα) ευγενής στην ψυχή,… …

    Dictionary of Greek

  • 112δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …

    Dictionary of Greek

  • 113δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 114διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …

    Dictionary of Greek

  • 115διακρίβεια — διακρίβεια, η (Α) η ακριβής τήρηση τού ιερού νόμου …

    Dictionary of Greek

  • 116διερμηνεία — η 1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία 2. το αξίωμα τού διερμηνέα 3. το έργο τού διερμηνέα 4. το γραφείο τού διερμηνέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη] …

    Dictionary of Greek

  • 117δογματική — Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ …

    Dictionary of Greek

  • 118δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» …

    Dictionary of Greek

  • 119εθελακριβής — ἐθελακριβής, ές (Α) αυτός που θέλει να είναι ή προσποιείται ότι είναι ακριβής …

    Dictionary of Greek

  • 120εντόπιση — η 1. περιορισμός σ έναν τόπο, παρεμπόδιση τής επεκτάσεως 2. ο καθορισμός τής θέσης, η επισήμανση 3. ιατρ. περιορισμός καθολικής λοιμώξεως σε ορισμένο όργανο τού σώματος, εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας 4. φυσιολ. ο ακριβής καθορισμός τών περιοχών… …

    Dictionary of Greek