(to) embolden
71καταθαρσύνεσθαι — καταθαρσύ̱νεσθαι , καταθαρσύνω embolden pres inf mp καταθαρσύ̱νεσθαι , καταθαρσύνω embolden pres inf mp …
72καταθαρσύνονται — καταθαρσύ̱νονται , καταθαρσύνω embolden pres ind mp 3rd pl καταθαρσύ̱νονται , καταθαρσύνω embolden pres ind mp 3rd pl …
73καταθαρσύνων — καταθαρσύ̱νων , καταθαρσύνω embolden pres part act masc nom sg καταθαρσύ̱νων , καταθαρσύνω embolden pres part act masc nom sg …
74καταθρασυνομένων — καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp fem gen pl καταθρασῡνομένων , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc/neut gen pl …
75καταθρασυνόμενον — καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp masc acc sg καταθρασῡνόμενον , καταθρασύνομαι embolden pres part mp neut nom/voc/acc sg …
76καταθρασύνεται — καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg (epic) καταθρασύ̱νεται , καταθρασύνομαι embolden pres ind mp 3rd sg …
77καταθρασύνηται — καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 3rd sg καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαι embolden pres subj mp 3rd sg …
78καταθρασύνομαι — καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαι embolden aor subj mp 1st sg (epic) καταθρασύ̱νομαι , καταθρασύνομαι embolden pres ind mp 1st sg …
79κατεθάρρυνε — κατεθάρρῡνε , καταθαρσύνω embolden aor ind act 3rd sg (attic) κατεθάρρῡνε , καταθαρσύνω embolden imperf ind act 3rd sg (attic) …
80κατεθάρρυνον — κατεθάρρῡνον , καταθαρσύνω embolden imperf ind act 3rd pl (attic) κατεθάρρῡνον , καταθαρσύνω embolden imperf ind act 1st sg (attic) …