(ῥυσίων

  • 1ῥυσίων — ῥῡσίων , ῥύσιον surety neut gen pl ῥύσιος delivering masc/fem/neut gen pl ῥύσις flow fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ῥῡσίων , ῥῦσις deliverance fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ῥυσάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εφάπτωρ — ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.) 2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῡ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῡς», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek