(ῥανίδες

  • 1ῥανίδες — ῥανίς drop fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3ίξαλος — ο (Α ἴξαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος γένος σπονδυλωτών τής οικογένειας ρανίδες αρχ. (επίθ. τών άγριων κατσικιών) 1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρός («τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.) 2. ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4αναπτύω — ἀναπτύω (Α) 1. ρίχνω προς τα έξω ή προς τα επάνω, φτύνω, βγάζω 2. τινάζω ρανίδες, σταγονίδια …

    Dictionary of Greek

  • 5ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 7ραντογένης — ο, Ν αυτός που έχει γκρίζα γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντός «αυτός που έχει λευκές ρανίδες» + γένης (< γενι), πρβλ. μαυρο γένης] …

    Dictionary of Greek

  • 8ραντομάλλης — ο, Ν αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντός «αυτός που έχει λευκές ρανίδες» + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. μαυρο μάλλης] …

    Dictionary of Greek