(ὡς τάχιστα

  • 21προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… …

    Dictionary of Greek

  • 22σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 23στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …

    Dictionary of Greek

  • 24συγκαταινώ — έω, Α 1. συμφωνώ, συγκατανεύω («ἤν τὰ τῶν θεῶν ἡμῑν θᾱττον συγκαταινῇ, ἐξίωμεν ὥς τάχιστα», Ξεν.) 2. επικυρώνω, εγκρίνω («εἰπεῑν ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῑ», Πλούτ.) 3. παρέχω, χορηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταινῶ «συμφωνώ, αποδέχομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 25ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …

    Dictionary of Greek

  • 26όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …

    Dictionary of Greek

  • 27ώκιστος — ίστη, ον, Α (υπερθ. βαθμός τού ὠκύς) τάχιστος. επίρρ... ὤκιστα Α τάχιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠκύς] …

    Dictionary of Greek

  • 28Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 29ՎԱՂԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0772 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c մ. ταχίον citius, celerius եւ παλαιότερον antiquius. Արագագոյն. եւ Վաղվաղակի փութով. եւ Կարի վազ. կանխագոյն. յառաջագոյն. *Յառաջեաց ընթացաւ վաղագոյն քան զՊետրոս:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 30ՎԱՂՎԱՂԱԿԻ — ( ) NBH 2 0774 Chronological Sequence: 12c մ. ταχέως, ταχίον, τάχιστα, τάχος, ἑν τάχει, διὰ τάχους cito, celeriter, celerius, citius, citissime ὁξέως velociter παραχρῆμα subito, e vestigio συντόμως concise. Վաղվաղ. փութանակի. ճեպով. իսկ եւ իսկ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)