(ὠκεανοῦ

  • 121μεσοπελαγικός — ή, ό φρ. «μεσοπελαγική ζώνη» ωκεαν. το τμήμα τής υδάτινης στήλης μιας ανοιχτής θάλασσας ή ενός ωκεανού στην οποία ανήκουν τα μεσαία βάθη και ιδίως το στρώμα μεταξύ 200 και 1.000 μέτρων …

    Dictionary of Greek

  • 122μεσσόρης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μέσος ὠκεανοῡ καὶ οὐρανοῡ τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὅρος] …

    Dictionary of Greek

  • 123μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 124μικρονησιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μικρονησία ή στους Μικρονησίους 2. φρ. «μικρονησιακή γεωγραφική φυλή» εθνολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που ζουν στις νησιωτικές συστάδες Μαριάνες, Καρολίνες, Μάρσαλ, Κιριμπάτι και στο νησί Ναούρου τού… …

    Dictionary of Greek

  • 125μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 126μπαρακούντα — Κοινή ονομασία ειδών αρπακτικών ψαριών που ανήκουν στην οικογένεια των σφυραινίδων της τάξης των περκόμορφων οστεϊχθύων. Το μπαρακούντα μπορεί να φτάσει τα 2 μ. σε μήκος και το σώμα του είναι πολύ μακρύ και στενό. Θεωρείται ως ένα από τα πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 127μπλε-μαρέν — ο, η, το άκλ. 1. αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα 2. (το ουδ). το μπλε μαρέν το χρώμα τού ωκεανού 3. φρ. «τόν έκανε μπλε μαρέν στο ξύλο» τόν έδειρε ανηλεώς, τόν μελάνιασε. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu marine «το μπλε τής θάλασσας»] …

    Dictionary of Greek

  • 128νέμεσις — Μυθολογική θεότητα, η οποία προσωποποιούσε και εκτελούσε τη θεϊκή εκδίκηση, κυρίως εναντίον κάθε είδους ανθρώπινης υπερβασίας ακόμα και της υπερβολικής ευτυχίας. Η δράση της Ν. συνδέεται με την ιδέα μιας ισορροπίας, η διατάραξη της οποίας… …

    Dictionary of Greek