(ὠκεανοῦ
111κυματόμετρο — το (τεχνολ. ωκεαν.) όργανο μέτρησης τών διαφόρων στοιχείων τών κυμάτων τού ωκεανού …
112κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …
113λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… …
114μάντα — Ελασματοβράγχιο ψάρι της οικογένειας των μοβουλιδών της τάξης των σελαχιομόρφων, της οποίας είναι και ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος. Η επιστημονική ονομασία του είναι Μanta birostris. Η μ. του Ατλαντικού ωκεανού έχει πολύ πεπλατυσμένο σώμα το οποίο… …
115μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …
116μακροκύστη — (Macrocystis). Γένος θαλάσσιων φαιοφυκών, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο γνωστά είδη, τα Macrocystis pyrifera και Macrocystis integrifolia. Το πρώτο είναι γνωστό και ως γιγαντιαίο φαιοφύκος, και αποτελεί το μεγαλύτερο φαιοφύκος, με μέγεθος …
117μελανησιακός — ή, ό [Μελανήσιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μελανησία, μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας, ή στους Μελανησίους 2. φρ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ομάδα πληθυσμών που ζουν στη Νέα Γουινέα, στο Αρχιπέλαγος Λουισιάντ, στις νήσους… …
118μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… …
119μεσαιπόλος — μεσαιπόλος, ον (Α) αυτός που πλέει στο μέσο τού ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για το αι βλ. μεσ[ο] *) + πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω» πρβλ. μαντι πόλος, ονειροπόλος)] …
120μεσοατλαντικός — ή, ό αυτός που εκτείνεται κατά μήκος τού άξονα Βορρά Νότου τού Ατλαντικού Ωκεανού («μεσοατλαντική ράχη») …