(ὕδωρ
1ὕδωρ — water neut nom/voc/acc sg …
2ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …
3ύδωρ — το γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα 1. το νερό, το υγρό στοιχείο της φύσης (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, πηγές, βροχή κτλ.). 2. γενική ονομασία διάφορων χημικών ή φυσικών υγρών: Βαρύ ύδωρ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ὕδωρ παραρρεῖ. — ὕδωρ παραρρεῖ. См. Время летит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. — ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. См. Воду толочь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… …
7εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] …
8Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό …