(ὑποψίαν
1ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) …
2υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …
3назоръ — НАЗОР|Ъ (2*), А с. Подозрение: нi еп(с)пу ни прозвѹтеру... ||...не достоино ѥсть ино˫а жены в дому своемь держати но токмо мт҃р. или сестру. iли тетку. си˫а бо едина... ѿ всѧкѡго назора кромѣ суть. КР 1284, 53–54; не подобаѥть к томѹ пришедъшии… …
4SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… …
5επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ …
6πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …