(ὑποδήμασιν

  • 1ὑποδήμασιν — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ενσκευάζω — ἐνσκευάζω (AM) [σκευάζω] παρασκευάζω («καὶ δεῑπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», Αριστοφ.) αρχ. 1. ντύνω, στολίζω κάποιον («ἱματίῳ δ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», Πλούτ.) 2. οπλίζομαι 3. μηχανεύομαι, επινοώ …

    Dictionary of Greek

  • 3κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …

    Dictionary of Greek