(ὄχλος)
1ὄχλος — crowd masc nom sg …
2όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …
3όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) …
5ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl …
6ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) …
7ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl …
8ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg …