(ὄνειδος
1ὄνειδος — reproach neut nom/voc/acc sg …
2όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …
3όνειδος — το ους, ατιμία, βρισιά, μομφή, ψόγος, προσβολή ηθική: Γίναμε όνειδος τουκόσμου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀνείδει — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνείδεϊ , ὄνειδος reproach neut dat sg (epic ionic) ὄνειδος reproach neut dat sg …
5τοὔνειδος — ὄνειδος , ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc sg …
6ὀνείδη — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7ὀνειδῶν — ὄνειδος reproach neut gen pl (attic epic doric) …
8ὀνείδεα — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
9ὀνείδεος — ὄνειδος reproach neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
10ὀνείδεσι — ὄνειδος reproach neut dat pl …