(ὄμματα

  • 41υποχαροπός — όν, και ὑποχάροπος, ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ ὑπόγλαυκοι», Ξεν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»] …

    Dictionary of Greek

  • 42υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …

    Dictionary of Greek

  • 43φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …

    Dictionary of Greek

  • 44τὤμματ' — ἄμματα , ἄμπν resting place neut nom/voc/acc pl ἄμματι , ἄμπν resting place neut dat sg ἄμματε , ἄμπν resting place neut nom/voc/acc dual ἄμματα , ἆμαρ neut nom/voc/acc pl ἄμματι , ἆμαρ neut dat sg ἄμματε , ἆμαρ neut nom/voc/acc dual ἔμματα ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 45τὤμματα — ἄμματα , ἄμπν resting place neut nom/voc/acc pl ἄμματα , ἆμαρ neut nom/voc/acc pl ἔμματα , ἔμμα garment neut nom/voc/acc pl ὄμματα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 46okʷ- , (*heĝʷh- ) —     okʷ , (*heĝʷh )     English meaning: to see; eye     Deutsche Übersetzung: ‘sehen”     Note: besides ok , see there     Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 47ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …

    Православная энциклопедия