(ὁμήρους

  • 31Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …

    Dictionary of Greek

  • 32Σουλεϊμάν — Γράφεται και Σουλεϋμάν. Όνομα σουλτάνων της Τουρκίας. 1. Σ. ο A’. Γιος του Βαγιαζήτ του A’, γεννήθηκε στα τέλη του 14ου αι. Πήρε μέρος στη μάχη εναντίον του Ταμερλάνου κοντά στην Άγκυρα (1402), στη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε ο πατέρας του …

    Dictionary of Greek

  • 33Χαρίδημος — Αρχηγός μισθοφόρων, γιος του Φιλόξενου, από τον Ωρεό της Εύβοιας (περίπου 4ος αι. π.Χ.). Αφού πολέμησε εναντίον της Αμφίπολης, υπό τις διαταγές του στρατηγού των Αθηναίων Ιφικράτη, κατόρθωσε να παραλάβει τους ομήρους της πόλης για να τους… …

    Dictionary of Greek

  • 34Ψαρομήλιγγοι — Επώνυμο παλαιάς οικογένειας, που ήκμασε στην Κρήτη κατά τον Μεσαίωνα και τους επόμενους χρόνους. Ήταν κλάδος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Σκορδυλών, η οποία μαζί με άλλους ευγενείς στάλθηκε στην Κρήτη το 1092 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο… …

    Dictionary of Greek

  • 35όμηρος — ο 1. πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση κάποιας συμφωνίας ή υπόσχεσης. 2. αιχμάλωτος: ΟιΤούρκοι έχουν πολλούς Κύπριους ομήρους …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)