(ὁμήρους

  • 11αυτεξούσιος — α, ο (AM αὐτεξούσιος, ον και ος, α, ον) [εξουσία] 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου 2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής νεοελλ. 1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά …

    Dictionary of Greek

  • 12εκκλέπτω — ἐκκλέπτω (Α) 1. κλέβω και παίρνω μακριά («τοὺς ὁμήρους ἐκκλέπτουσιν ἐκ Λήμνου», Θουκ.) 2. εξαπατώ …

    Dictionary of Greek

  • 13λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …

    Dictionary of Greek

  • 14ομηρεύω — (I) ὁμηρεύω (Α) [όμηρος] 1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.) 2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.) 3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 15όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …

    Dictionary of Greek

  • 16Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 17Άκουφις — (4ος αι. π.Χ.). Άρχοντας της Νύσας, πόλης της Ινδικής, που παρακάλεσε τον Μέγα Αλέξανδρο να μείνει η χώρα του αυτόνομη. Ο Αλέξανδρος έβαλε τον Ά., που ήταν ηλικιωμένος, να καθήσει σε ένα μαξιλάρι, και του ζήτησε ως ομήρους εκατό από τους ευγενείς …

    Dictionary of Greek

  • 18Άρχιππος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.).Αθηναίος κωμωδιογράφος, μιμητής του Αριστοφάνη. Νίκησε με την κωμωδία του Ιχθύες (415 412 π.Χ.), αντίστοιχη των Ορνίθων, που έχει θέμα τον πόλεμο των ψαριών εναντίον των λαίμαργων Αθηναίων και την τελική παράδοση… …

    Dictionary of Greek

  • 19Γάτσος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής (περ. 1765 – 1839). Μακεδόνας οπλαρχηγός από την Έδεσσα. Αρματολός στον Όλυμπο από τα τέλη του 18ου αι., καταδιωκόταν σε όλη την προεπαναστατική περίοδο από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Μετά την καταστολή της …

    Dictionary of Greek

  • 20Δεληγιάννης — Επώνυμο οικογένειας από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Αρχικά το επώνυμό τους ήταν Παπαγιαννοπούλου. Τα μέλη της έδρασαν κατά τα τέλη του 18ου αι., στα χρόνια της Επανάστασης και μετά από αυτή. 1. Αναγνώστης (1771 – 1856). Αδελφός του Θεόδωρου (βλ. 2 …

    Dictionary of Greek