(ὀφθαλμοῦ
1ὀφθαλμοῦ — ὀφθαλμός eye masc gen sg …
2ᾧς κόρην ὀφθαλμοῦ. — См. Зеница ока …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …
4υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… …
5χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… …
6Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… …
7мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть …
8ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …
9κορεκτοπία — η ιατρ. συγγενής ανωμαλία τής θέσης τής κόρης τού οφθαλμού, που βρίσκεται έξω από το κέντρο τής ίριδας και τού προσθιοπίσθιου άξονα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corectopia < cor (πρβλ. κόρη) + ectop (πρβλ. έκτοπος) + κατάλ …
10κοριοειδής — (I) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κόρη οφθαλμού, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, μαύρος και στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κόριος (< κόρη «η οπή τού οφθαλμού») + ειδής (< εἶδος)]. (II) κοριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει… …