(ὀφθαλμοῦ
91νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …
92νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… …
93νεόγληνος — νεόγληνος, ον (Α) αυτός που μόλις πριν από λίγο ανέκτησε την όρασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …
94νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… …
95οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …
96οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …
97οματροπίνη — η (φαρμ.) συνθετικό αλκαλοειδές υποκατάστατο τής ατροπίνης, η διασταλτική δράση τού οποίου στην κόρη τού οφθαλμού είναι ταχεία αλλά μικρής διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. homatropine (< ομ[ο] + ατροπίνη). Η λ. μαρτυρείται από το …
98ομματίδιο(ν) — το 1. μικρό μάτι, ματάκι 2. εντομολ. δομική υπομονάδα τού σύνθετου οφθαλμού τών αρθροπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιδιο(ν), πρβλ. ογκ ίδιο(ν). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …
99ομματόμορφος — η, ο αυτός που έχει σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + μορφος (< μορφή), πρβλ. οστεό μορφος] …
100ομόχροια — ὁμόχροια, ἡ (ΑΜ, Α και ὁμοχροίη) [ομόχρους] ομοιότητα τού χρώματος, ομοχρωμία («ἔχουσαι τὴν κοιλίαν ὅλην δασεῑαν ἐρίων πλήθει και μαλακότητι καὶ ὁμοχροίᾳ», Γεωπ.) αρχ. 1. η λεία, η ομαλή επιφάνεια τού ανθρώπινου σώματος, το δέρμα 2. (στον τ.… …