(ὀφθαλμοῦ

  • 81λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …

    Dictionary of Greek

  • 82μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 83μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 84μεγακερατοειδής — ο ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ο κερατοειδής χιτώνας τού οφθαλμού έχει διαστάσεις αυξημένες πέρα από τις κανονικές …

    Dictionary of Greek

  • 85μελίγληνος — μελίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …

    Dictionary of Greek

  • 86μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …

    Dictionary of Greek

  • 87μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 88μονόγληνος — και επικ. τ. μουνόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. μελίγληνος] …

    Dictionary of Greek

  • 89μυδρίνη — η (φαρμ.) κολλύριο από εφεδρίνη και οματροπίνη το οποίο επιφέρει διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος (πρβλ. μυδρίαση)] …

    Dictionary of Greek

  • 90νέμος — νέμος, τὸ (Α) 1. σύνδενδρος τόπος κατάλληλος για βοσκή, δάσος, άλσος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» β) «τὸ τοῡ ὀφθαλμοῡ κοῑλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. nemus «ιερό δάσος» και συνδέεται με αρχ. ιρλδ. nemed «ιερός …

    Dictionary of Greek