(ὀφθαλμοῦ
71κυκλίτιδα — η ιατρ. μορφή φλεγμονής τού ραγοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού που εντοπίζεται στο ακτινωτό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyclitis < cycl (< κύκλος) + κατάλ. itis (< ιτις), δηλωτική κάποιας φλεγμονής] …
72κυκλοδιάλυση — η ιατρ. χειρουργικός ή τραυματικός διαχωρισμός τού ακτινωτού σώματος από τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμού …
73κυκλοπληγία — η ιατρ. παράλυση τού ακτινωτού μυός που εκδηλώνεται με αδυναμία προσαρμογής τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycloplegia < cycl(o) (< κύκλος) + plegia (< πληγία < πληγή)] …
74κυστεοτομία — (I) η ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής ουροδόχου κύστεως με σκοπό τη διερεύνηση τής κοιλότητάς της, την αφαίρεση ξένου σώματος ή λίθου και τη θεραπεία μιας βλάβης τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystotomie < cyst(o) (βλ.… …
75κωνίο — το (Α κωνίον και κώνιον) [κώνος] μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι νεοελλ. (ανατ. φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα τού οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη… …
76κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …
77κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …
78κώχη — η 1. προεξοχή («χτύπησε στην κώχη τής πόρτας») 2. γωνία 3. φρ. «η κώχη τού ματιού» ο κανθός τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κόχη*].[ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. τού τ. κώχη είναι ανερμήνευτη ετυμολογικώς και οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογικές επιδράσεις… …
79λαγοφθαλμία — και λαγωφθαλμία η ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης τού βολβού τού οφθαλμού από τα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος] …
80λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… …