(ὀφθαλμοῦ

  • 61κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 62κογχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κόγχη, ιδίως τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] …

    Dictionary of Greek

  • 63κορεκτασία — η ιατρ. παθολογική διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corectasia < cor (πρβλ. κόρη) + ectasia (πρβλ. εκτασία < έκταση)] …

    Dictionary of Greek

  • 64κοροκόσμιον — κοροκόσμιον, τὸ (Α) 1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού 2. η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ η + συνδετικό φωνήεν ο + κόσμ ιον «στολίδι» (< κόσμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 65κορομετρία — η ιατρ. μέθοδος εξετάσεως που συνίσταται στη μέτρηση τής διαμέτρου τής κόρης τού οφθαλμού και τών μεταβολών της κάτω από την επίδραση διαφόρων ερεθισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66κοροπλαστική — η 1. η τέχνη τού. κοροπλάστη, η τέχνη τής κατασκευής ειδωλίων και αναγλύφων από πηλό 2. ιατρ. η δημιουργία ή η αποκατάσταση τής κόρης τού οφθαλμού σε περίπτωση απλασίας ή απόφραξης, αντίστοιχα, ή ακόμη και η διόρθωση τού σχήματος μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 67κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …

    Dictionary of Greek

  • 68κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …

    Dictionary of Greek

  • 69κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 70κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …

    Dictionary of Greek