(ὀφθαλμοῦ

  • 31αγγειώδης — ες (Α ἀγγειώδης) [ἀγγεῑο] αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος νεοελλ. ο ραγοειδής χιτώνας τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle] …

    Dictionary of Greek

  • 32αιμοφθαλμία — η Ιατρ. αιμορραγία στο εσωτερικό τού οφθαλμού, οφειλόμενη σε κάκωση ή αιμορραγική διάθεση (αιμοφιλία, νόσοι τών αγγειακών τοιχωμάτων κ.λπ.). Συνών. αιμόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemophthalmia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (<… …

    Dictionary of Greek

  • 33αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …

    Dictionary of Greek

  • 34ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 35ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 36βιονική — Η επιστήμη που συνδέει τη βιολογία και την τεχνολογία, με σκοπό να δώσει στους τεχνολόγους πρότυπα, που η αξία τους έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί, στηριζόμενα στις λύσεις που προσφέρει η φύση στα προβλήματα των ζωντανών υπάρξεων. Ο άνθρωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 37βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …

    Dictionary of Greek

  • 38γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… …

    Dictionary of Greek

  • 39γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] …

    Dictionary of Greek

  • 40γλαύκωμα — Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση… …

    Dictionary of Greek