(ὀφθαλμοῦ

  • 121οψιόμετρο — το ιατρ. ειδικό όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διαθλαστική ικανότητα τού οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 122πάννος — ο / πάννος ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία τού τραχώματος 2. φρ. «αρθρικός πάννος» ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που …

    Dictionary of Greek

  • 123πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …

    Dictionary of Greek

  • 124πανοφθαλμία — η διάχυτη φλεγμονή όλων τών ιστών τού οφθαλμού, η οποία καταλήγει σε γενική διαπύηση και ατροφία τού οφθαλμικού βολβού …

    Dictionary of Greek

  • 125παπυρώδης — ῶδες, ΝΑ [πάπυρος] αυτός που μοιάζει με πάπυρο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια τού λαβυρίνθου τού ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα τής κόγχης τού οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 126παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …

    Dictionary of Greek

  • 127περιγληνής — ές, Α πολύ λαμπρός, πολύ στιλπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γληνής (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»)] …

    Dictionary of Greek

  • 128περιγληνώμαι — άομαι, Α (κυρίως για λιοντάρι) παρατηρώ, κοιτάζω κάποιον επίμονα περιστρέφοντας τις κόρες τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γληνῶμαι (< γλήνη «κόρη τού οφθαλμού»)] …

    Dictionary of Greek