(ὀφθαλμοῦ

  • 111οφθαλμοειδής — ές (Α ὀφθαλμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με οφθαλμό αρχ. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... ὀφθαλμοειδῶς (Α) με σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 112οφθαλμοκινητικός — ή, ό 1. (ανατ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση τών ματιών 2. φρ. «οφθαλμοκινητικό σύστημα» οι ανατομικοί σχηματισμοί τού οφθαλμού οι οποίοι παρεμβαίνουν στις κινήσεις τών οφθαλμικών βολβών καθώς και στις μεταβολές τής διαμέτρου …

    Dictionary of Greek

  • 113οφθαλμομετρία — η 1. ο προσδιορισμός τού δείκτη διαθλαστικότητας τών διαφόρων τμημάτων τού οφθαλμού 2. η μέτρηση τής κυρτότητας τού κερατοειδούς κατά διαφόρους μεσημβρινούς και ο προσδιορισμός τού αστιγματισμού με ανάλογο όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114οφθαλμορραγία — η αιμορραγία τών αγγείων τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] …

    Dictionary of Greek

  • 115οφθαλμοσκοπία — η ιατρ. η εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού με το οφθαλμοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscopie (< οφθαλμός + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος) …

    Dictionary of Greek

  • 116οφθαλμοσκόπιο — το ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για εξέταση τού βυθού τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscope (< οφθαλμός + σκόπιο < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος] …

    Dictionary of Greek

  • 117οφθαλμοστασία — η η ακινητοποίηση τού βολβού τού οφθαλμού με τον οφθαλμοστάτη …

    Dictionary of Greek

  • 118οφθαλμοτομία — η τομή τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmotomie (< οφθαλμός + τομία < τέμνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 119οφθαλμόλιθοι — οι τα σώματα που αποτελούνται από άλατα ασβεστίου και φωσφόρου και τα οποία σχηματίζονται και εναποτίθενται μέσα στους χιτώνες τού βολβού τού οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 120οψιομετρία — η ιατρ. μέθοδος εξέτασης τής οξύτητας και τής διαθλαστικής ικανότητας τού οφθαλμού …

    Dictionary of Greek