(ὀφθαλμοῦ

  • 101οπτικομετρία — και οπτικομετρική, η σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στη μελέτη και μέτρηση τής διαθλαστικής δύναμης τού οφθαλμού και στη διαπίστωση τών οπτικών ανωμαλιών οι οποίες μπορούν να διορθωθούν με γυαλιά ή με φακούς επαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 103ορθοσκοπία — η 1. ιατρ. α) η ορθοσκόπηση β) η εξέταση τού οφθαλμού με ορθοσκοπικό φακό 2. φυσ. η ιδιότητα ενός οπτικού οργάνου, κυρίως φωτογραφικού φακού και προσοφθάλμιου οπτικού συστήματος, που έχει υποστεί διορθώσεις ώστε να έχει επίπεδο οπτικό πεδίο και… …

    Dictionary of Greek

  • 104ορθοσκόπιο — το 1. όργανο για εξέταση τού απευθυσμένου 2. οπτικό όργανο για εξέταση τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthoscope < ορθ(ο) * + σκόπιο (< σκόπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 105οφθαλμία — η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. όφθαλμίη) [οφθαλμός] νεοελλ. γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων τού οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο τού ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά… …

    Dictionary of Greek

  • 106οφθαλμαλγία — η πόνος ή νευραλγία τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmalgie (< οφθαλμός + άλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …

    Dictionary of Greek

  • 107οφθαλμεκτομία — και οφθαλμεκτομή, η χειρουργική εκτομή τού βολβού τού οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 108οφθαλμικός — ή, ὁ (Α ὀφθαλμικός, ή, όν) [οφθαλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οφθαλμούς («οφθαλμική αρτηρία») νεοελλ. φρ. α) «οφθαλμικός κόγχος» κοιλότητα τού κρανίου μέσα στην οποία βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός β) «οφθαλμικός βολβός» το σφαιρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 109οφθαλμοβλεφαρικός — ή, ό σχετικός με τον βολβό τού οφθαλμού και το βλέφαρο …

    Dictionary of Greek

  • 110οφθαλμογραφία — η ανατομική περιγραφή τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmographie (< οφθαλμός + γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …

    Dictionary of Greek