(ὀφθαλμοῦ

  • 11κρατηρίσκος — κρατηρίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κρατήρας 2. φρ. «κρατηρίσκος τοῡ ὀφθαλμοῡ» το κοίλο τού οφθαλμού (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ιππ ίσκος)] …

    Dictionary of Greek

  • 12κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 13μυδρίαση — η (Α μυδρίασις και ιων. τ. μυδρίησις) η διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού, που προκαλείται είτε από παράλυση τού οφθαλμικού παρασυμπαθητικού νεύρου τού σφιγκτήρα τής ίριδας είτε από διέγερση τού συμπαθητικού νεύρου που δρα στον διαστολέα τής ίριδας …

    Dictionary of Greek

  • 14νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 15πολυκτηδών — όνος, ὁ, Α (για τον κερατοειδή χιτώνα τού οφθαλμού) αυτός που έχει πολλές στιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτηδών, όνος «στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού»] …

    Dictionary of Greek

  • 16ραγοειδής — ές / ῥαγοειδής, ές, ΝΑ [ῥάξ, ῥαγός] αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» ο μεσαίος υμένας τού οφθαλμού) νεοελλ. φρ. «ραγοειδής χιτώνας» ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα …

    Dictionary of Greek

  • 17στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… …

    Dictionary of Greek

  • 18υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… …

    Dictionary of Greek

  • 19σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… …

    Dictionary of Greek

  • 20Ioannis Pallikaris — Pallikaris Ioannis G. (Παλλήκαρης Ιωάννης in Greek) is a Greek ophthalmologist who in 1989 performed the first LASIK procedure on a human eye. [http://billnortje.co.za/pages/lasik/history.php] Pallikaris also developed Epi LASIK.… …

    Wikipedia