(ὀργή
1οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ὀργή — natural impulse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …
4ὀργῇ — ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 3rd sg… …
5Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ὀργῆ — Ὀργεύς masc nom/voc/acc dual Ὀργεύς masc acc sg …
7Ὀργῇ — Ὀργῆι , Ὀργεύς masc dat sg (epic ionic) …
8ὀργῆι — ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to… …
9ὀργαῖς — ὀργή natural impulse fem dat pl …
10ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl …