(ὀδυσσεύς
1Ὀδυσσεῦς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc gen sg (epic ionic) …
2Ὀδυσσεύς — Odysseus masc nom sg …
3Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… …
4Σταυριανίδης, Οδυσσεύς — Οπλαρχηγός από την Κρήτη (1825 1896). Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκε έπειτα στο χωριό Επισκοπή της Ρεθύμνης και υπήρξε ένας από τους υποκινητές της επανάστασης του 1866 1869 και του 1878. Εκλέχτηκε οπλαρχηγός της επαρχίας του και… …
5Ὀδυσσεῖς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc pl Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc pl (parad form) …
6Ὀδυσσῆ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg …
7Ὀδυσῆ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual (epic) Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg (epic) …
8Ὀδυσεῖ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc dat sg (epic) …
9Ὀδυσεῦ — Ὀδυσσεύς Odysseus masc voc sg (epic) …
10Ὀδυσεῦς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc gen sg (epic) …