(ὀδυσσεύς
121υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …
122υψόσε — Α επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε, τηλ ό σε)] …
123φιλοδυσσεύς — έως, ὁ, Μ (για τον Όμηρο) αυτός που συμπαθεί τον Οδυσσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ὀδυσσεύς] …
124χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… …
125ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… …
126ψευδάγγελος — ο/ ψευδάγγελος, ον, ΝΑ άτομο που φέρνει ψευδείς αγγελίες ή εσφαλμένες πληροφορίες αρχ. φρ. «Ὀδυσσεὺς ὁ ψευδάγγελος» τίτλος συγγραφικού έργου (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἄγγελος] …
127Αναστασάκης, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα. Διετέλεσε κυβερνήτης στο μπρίκι Αθηνά (1822 25) και μετά αξιωματικός στο μπρίκι Οδυσσεύς (1825 27). Μετά την απελευθέρωση, η Επιτροπή τον χαρακτήρισε υποπλοίαρχο β’ τάξης …
128Γιαλής, Νικολής — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Αιγιαλής. Καταγόταν από τη Σκιάθο. Διέθεσε το σκάφος του Οδυσσεύς για τον Αγώνα και ο ίδιος πολέμησε υπό τις διαταγές του Κωνσταντίνου Κανάρη …