(ἵπποι

  • 81χαλάμβριοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἵπποι ἀπὸ τόπου τῆς Λιβύης» …

    Dictionary of Greek

  • 82χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …

    Dictionary of Greek

  • 83ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 84αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …

    Dictionary of Greek

  • 85ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, νόμος — Νόμος περί ζ. και ζ. που τροποποιήθηκε επανειλημμένα και διατηρήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτόν, τιμωρείται όποιος κλέβει ή σκοτώνει με πρόθεση ζώα, που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο και απαριθμούνται στην παράγραφο… …

    Dictionary of Greek

  • 86μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …

    Dictionary of Greek

  • 87Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …

    Dictionary of Greek

  • 88Παφλαγονία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της, τα παράλια της οποίας βρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο. Ορίζεται Α από τον Πόντο, Δ από τη Βιθυνία, Ν από τη Γαλατία. Τρεις παράλληλες, από Β στο Ν, οροσειρές διατέμνουν τη χώρα, από τις οποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 89Πεσάβαρ — (Peshawar). Πόλη του δυτικού Πακιστάν, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος στην επαρχία των Βορειοδυτικών Συνόρων. (Ορθή προφορά Πεσάουαρ). Είναι χτισμένη σε απόσταση 16 χλμ. από τη Δίοδο Χαϊμπέρ, την περίφημη πύλη προς την κεντρική Ασία και… …

    Dictionary of Greek

  • 90Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …

    Dictionary of Greek