(ἵπποι

  • 71τετραβάμων — ον, Α τετράποδος («τετραβάμονες ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. τριτο βάμων] …

    Dictionary of Greek

  • 72τετραπωλία — ἡ, Α [τετράπωλον] τέσσερεις ίπποι που είναι ζευγμένοι μαζί, το τέθριππο …

    Dictionary of Greek

  • 73τρισχίλιοι — ες, α / τρισχίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, ία, ον, Α τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. (στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, ία, ον τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν… …

    Dictionary of Greek

  • 74τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 75υπενάντιος — α, ο / ὑπεναντίος, α, ον, ΝΑ νεοελλ. φρ. «υπενάντιες κρίσεις» (λογ.) αντίθετες κρίσεις από τις οποίες η μία είναι μερική καταφατική και η άλλη μερική αποφατική, όπως είναι λ.χ. οι κρίσεις: μερικοί πολιτικοί είναι αξιόπιστοι και μερικοί πολιτικοί… …

    Dictionary of Greek

  • 76υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 77υπερορώ — άω, και ιων. τ. ὑπερορέω, Α [ὀρῶ] 1. βλέπω από ένα ψηλότερο σημείο προς κάτι που βρίσκεται από κάτω, βλέπω κάτι από πάνω («ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα καὶ οἱ ἵπποι», Ηρόδ.) 2. ανέχομαι, παραβλέπω κάτι («τὴν ὕβριν… …

    Dictionary of Greek

  • 78υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …

    Dictionary of Greek

  • 79φορολογήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. ή σιμος (πρβλ. καλλιεργ ή σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο] …

    Dictionary of Greek

  • 80φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …

    Dictionary of Greek