(ἵπποι
41ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …
42ηχόπους — ἠχόπους, ουν (Μ) αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + πους (< πους), πρβλ. λεπτό πους, χρυσό πους] …
43ινδάλλομαι — ἰνδάλλομαι (Α) 1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.) 2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ. β) «τὰ δι ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῑν», Αριστοτ.) 3.… …
44ιππαφίδες — ἱππαφίδες (Α) 1. ίπποι δεκτοί για αγώνα δρόμου 2. ιππαφέσεις, αφετηρίες στον ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αφ ίδες (< ἀφ ίημι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …
45ιπποστάσιο — το (Α ιπποστάσιον) τόπος όπου διαμένουν ίπποι ή άλλα υποζύγια, στάβλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι + κατάλ. σιο), πρβλ. βου στά σιο, εργο στά σιό] …
46ιπποτροφείο — το (Α ἱπποτροφεῑον) [ιπποτρόφος] τόπος όπου συντηρούνται ίπποι για αναπαραγωγή και βελτίωση τού είδους, ιπποφορβείο …
47ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… …
48καταντίον — και καταντία (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ αὑτοῡ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν αντίον] …
49καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… …
50κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …