(ἵπποι

  • 31επιμίξ — ἐπιμίξ (Α) [επιμίγνυμι] επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκριση («ἐπιμίξ, ἵπποι τε καὶ αὐτοί», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 32επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …

    Dictionary of Greek

  • 33εριαύχην — ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM) 1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι») 2. υπερήφανος, καμαρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + αυχήν] …

    Dictionary of Greek

  • 34ερυσάρματες — ἐρυσάρματες, οἱ (Α) αυτοί που σύρουν το άρμα («ἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα ω, είρυσ α) + άρμα, ατός] …

    Dictionary of Greek

  • 35ετεροποδώ — ἑτεροποδῶ έω, (Α) [ετερόπους] χωλαίνω, κουτσαίνω στο ένα πόδι («ἑτεροποδοῡντες ἵπποι») …

    Dictionary of Greek

  • 36ευήνιος — ο (ΑΜ εὐήνιος, ον) 1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.) 2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια με υπακοή …

    Dictionary of Greek

  • 37ευοχώ — εὐοχῶ, έω (Α) [εύοχος] 1. παθ. εὐοχοῡμαι, έομαι (για ελέφαντα) κατά το λεξ. Σούδα «εὐοχεῑται, ἐπὶ τοῡ ἐλέφαντος, καλῶς ἡνιοχεῑται» 2. το «εὐοχούμενοι ἵπποι», στον Ξεν. είναι εσφαλμ. γραφή αντί «εὐωχούμενοι» …

    Dictionary of Greek

  • 38εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …

    Dictionary of Greek

  • 39εύσκαρθμος — εὔσκαρθμος και επικ. τ. ἐΰσκαρθμος, ον (Α) αυτός που αναπηδά ζωηρά, ο ευκίνητος («ἵπποι ἐΰσκαρθμοι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκαρθμός «πήδημα»] …

    Dictionary of Greek

  • 40ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] …

    Dictionary of Greek