(ἵπποι

  • 21αεροκέλητες — οι «ανεμόποδες ίπποι», γοργοπόδαρα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κέλης (= άλογο ιππασίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 22αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …

    Dictionary of Greek

  • 23ακαμαντόπους — ἀκαμαντόπους ( οδος), ουν (Α) αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς «ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + πούς] …

    Dictionary of Greek

  • 24ακαυτηρίαστος — η, ο (Α ἀκαυτηρίαστος, ον) [καυτηριάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί «πληγή ακαυτηρίαστη» 2. μτφ. όποιος δεν έχει επικριθεί με αυστηρότητα, δεν έχει στηλιτευθεί αρχ. εκείνος που δεν έχει καυτηριαστεί, που δεν έχουν αποτυπωθεί στο… …

    Dictionary of Greek

  • 25ανάγχιπποι — ἀνάγχιπποι, οι (Μ) αυτοί που υπηρετούν διά τής βίας στο ιππικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. ο τ. είναι σύνθετος από τις λ. ἀνάγκη + ἵπποι, με αφομοίωση τού ψιλού στο αντίστοιχο δασύ] …

    Dictionary of Greek

  • 26ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… …

    Dictionary of Greek

  • 27γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …

    Dictionary of Greek

  • 28δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 29ελαφόκρανος — ἐλαφόκρανος, ο (Α) αυτός τού οποίου το κεφάλι μοιάζει με τού ελαφιού («ἐλαφόκρανοι ἵπποι») …

    Dictionary of Greek

  • 30ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω …

    Dictionary of Greek