(ἴτυος
1Ἴτυος — Ἴτυς gen sg …
2ἴτυος — ἴτυς felloe fem gen sg …
3φίτυς — ίτυος, ὁ, Α γονέας, πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. φιτύω] …
4χαμαίπιτυς — ίτυος, ἡ, Α ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + πίτυς] …
5περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …
6Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …
7ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] …