(ἱμάντων στροφίδας

  • 1εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… …

    Dictionary of Greek