(ἱκέτης
1ικέτης — ικέτης, ο και ικέτιδα, η 1. αυτός που ικετεύει: Πέφτω ικέτης στα πόδια σου. 2. εκείνος που, κατά την αρχαιότητα, κατέφευγε σε ναό και ζητούσε προστασία: Τους ικέτες τούς προστάτευεο Δίας. – «Ικέτιδες» (τραγωδία του Αισχύλου) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2Ἱκέτης — masc nom sg (doric) …
3ἱκέτης — one who comes to seek aid masc nom sg …
4ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… …
5ἱκέται — ἱκέτης one who comes to seek aid masc nom/voc pl ἱκέτᾱͅ , ἱκέτης one who comes to seek aid masc dat sg (doric aeolic) …
6Ἱκετᾶν — Ἱκέτης masc gen pl (doric aeolic) …
7ἱκετᾶν — ἱκέτης one who comes to seek aid masc gen pl (doric aeolic) …
8ἱκετῆρες — ἱκέτης one who comes to seek aid masc nom/voc pl …
9Ἱκετέων — Ἱκέτης masc gen pl (epic doric ionic) …
10ἱκετέων — ἱκέτης one who comes to seek aid masc gen pl (epic ionic) …