(ἱκέτης

  • 91προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 92πρόσπτωση — η / πρόσπτωσις, ώσεως, ΝΑ [προσπίπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι 2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή… …

    Dictionary of Greek

  • 93στεφέτην — και δ. γρφ. στεφίτην Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱκέτην». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. έτης κατά το ἱκέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 94συνικέτης — ὁ, ΜΑ [ἱκέτης] αυτός που ικετεύει μαζί με κάποιον άλλο («ἐπί τινα τῶν ὁσίων ἀνδρῶν... γενέσθαι συλλήπτορα καὶ συνικέτην», Διον. Αρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 95τεύχω — Α 1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.) 2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.) 3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν… …

    Dictionary of Greek

  • 96φορεσιά — η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.) νεοελλ. κοστούμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. ε σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε σία), πρβλ. εἰρ ε σία: ἐρέτης, ἱκ ε σία: ἱκέτης.… …

    Dictionary of Greek

  • 97Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 98Θεμιστοκλής — I (Αθήνα 526; π.Χ. – Μαγνησία, Μικρά Ασία 461 π.Χ.). Πολιτικός και στρατηγός. Ήταν γιος του Νεοκλή που καταγόταν από το αρχαίο αττικό γένος των Λυκομιδών. Η μητέρα του δεν ήταν Αθηναία και γι’ αυτό ο Θ. δεν φοίτησε στην παιδική του ηλικία στα… …

    Dictionary of Greek

  • 99Κλεόμβροτος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. A.’ (; – 371 π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (380 371 π.Χ.). Ήταν γιος του βασιλιά Παυσανία και διάδοχος του αδελφού του, Αγησίπολη. Επιχείρησε τρεις εκστρατείες εναντίον της Θήβας, που έληξαν με τη μάχη των… …

    Dictionary of Greek

  • 100Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …

    Dictionary of Greek