(ἱκέτης

  • 71ικεταδόκος — ἱκεταδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται τους ικέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωρο δόκος, ξενο δόκος] …

    Dictionary of Greek

  • 72ικετικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετικός, ή, όν) [ικέτης] ικετευτικός. επίρρ... ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς) ικετευτικά, παρακλητικά …

    Dictionary of Greek

  • 73ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] …

    Dictionary of Greek

  • 74ικετώσυνος — ἱκετώσυνος, ον (Α) φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το ω τού τ. οφείλεται στον νόμο τής ρυθμικής εκτάσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 75ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… …

    Dictionary of Greek

  • 76ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 77καθέζομαι — (AM) 1. κάθομαι («καί ρα πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι εγκατεστημένος κάπου μσν. 1. αδρανώ 2. ενεργ. καθέζω μένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείο αρχ. 1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 78καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 79καθικέτης — καθικέτης, ο (Α) ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αντίστροφη παραγωγή < καθικετεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 80καθικετεύω — (AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω) (ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ. β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν,… …

    Dictionary of Greek