(ἱκέτης

  • 61βώμιος — βώμιος, ον και α, ον (Α) [βωμός] 1. αυτός που ανήκει στον βωμό 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει προσφύγει στον βωμό. ικέτης …

    Dictionary of Greek

  • 62εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …

    Dictionary of Greek

  • 63εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… …

    Dictionary of Greek

  • 64επιβωμιοστατώ — ἐπιβωμιοστατῶ, έω (Α) στέκομαι κοντά στον βωμό ως ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *επιβωμιοστάτης (< επιβώμιος* + ίσταμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 65επιθοάζω — ἐπιθοάζω (Α) κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 66εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… …

    Dictionary of Greek

  • 67εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …

    Dictionary of Greek

  • 68θακώ — θακῶ, έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, έω (Α) [θάκος] 1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.) 2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτης («βώμιος θακεῑς», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 69ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …

    Dictionary of Greek

  • 70ικέτις — η (ΑΜ ἱκέτις) βλ. ικέτης …

    Dictionary of Greek