(ἱκέτης
31Ἵκετ' — Ἵκετα , Ἱκέτης masc voc sg (doric) Ἵκετα , Ἱκέτης masc nom sg (epic doric) Ἵκεται , Ἱκέτης masc nom/voc pl (doric) …
32ίκτης — ἵκτης, ὁ (ΑΜ) ο ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἱκέτης] …
33ενδίφριος — ἐνδίφριος, ον (Α) 1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον 2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» ικέτης πλάι στον δίφρο του …
34ικετήσιος — ἱκετήσιος, ία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) Ἱκετήσιος ο προστάτης τών ικετών 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιος ο ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. ησιος (πρβλ. βιοτ ήσιος, φιλοτ ήσιος)] …
35ικετεύω — (ΑΜ ἱκετεύω) [ικέτης] 1. ζητώ βοήθεια, προστασία 2. παρακαλώ θερμά μσν. προσεύχομαι στον θεό αρχ. πλησιάζω κάποιον ως ικέτης …
36καταρτύω — (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.) 2. μαγειρεύω 3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.) 4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.) 5. εφοδιάζω («λέμβος...… …
37προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης …
38Ἱκέτα — Ἱκέτᾱ , Ἱκέτης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἱκέτᾱ , Ἱκέτης masc gen sg (doric aeolic) …
39ἱκέταν — ἱκέτᾱν , ἱκέτης one who comes to seek aid masc acc sg (epic doric aeolic) ἱκέτης one who comes to seek aid masc acc sg …
40Ἱκέτας — Ἱκέτᾱς , Ἱκέτης masc acc pl (doric) Ἱκέτᾱς , Ἱκέτης masc nom sg (epic doric aeolic) …