(ἥρωϊ
1ἥρωι — ἥρω̆ι , ἥρως hero masc dat sg …
2ἡρωίνας — ἡρωίνᾱς , ἡρωίνη heroine fem acc pl ἡρωίνᾱς , ἡρωίνη heroine fem gen sg (doric aeolic) ἡρωί̱νᾱς , ἡρωίνη heroine fem acc pl ἡρωί̱νᾱς , ἡρωίνη heroine fem gen sg (doric aeolic) …
3Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia …
4μυίαγρος — μυίαγρος, ὁ (Α) 1. αυτός που πιάνει μύγες 2. ως κύριο όν. Μυίαγρος ήρωας τής Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν… …
5ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …
6περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …
7ἡρωινῶν — ἡρωίνη heroine fem gen pl ἡρωῑνῶν , ἡρωίνη heroine fem gen pl …
8ἡρωίναι — ἡρωίνη heroine fem nom/voc pl ἡρωίνᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) ἡρωί̱νᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) …
9ἡρωίναις — ἡρωίνη heroine fem dat pl ἡρωί̱ναις , ἡρωίνη heroine fem dat pl …
10ἡρωίνη — heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νη , ἡρωίνη heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2