(ἔλαφος
1Ἔλαφος — masc nom sg …
2ἔλαφος — deer masc/fem nom sg …
3έλαφος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 149 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται μεταξύ Τομάρου και των βουνών του Σουλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δερβιζιάνων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …
4Κερυνίτις έλαφος — Μυθολογικό ζώο. Ήταν ένα ελάφι με χρυσά κέρατα, ευνοούμενο της Άρτεμης, και ζούσε στο όρος Κερύνεια της Αχαΐας. Η σύλληψη και η μεταφορά του στις Μυκήνες αποτέλεσαν τον τέταρτο άθλο του Ηρακλή …
5Ἐλάφω — Ἔλαφος masc nom/voc/acc dual Ἔλαφος masc gen sg (doric aeolic) …
6ἐλάφω — ἔλαφος deer masc/fem nom/voc/acc dual ἔλαφος deer masc/fem gen sg (doric aeolic) …
7Ἐλάφοιο — Ἔλαφος masc gen sg (epic) …
8ἐλάφοιο — ἔλαφος deer masc/fem gen sg (epic) …
9Ἐλάφοις — Ἔλαφος masc dat pl …
10ἐλάφοις — ἔλαφος deer masc/fem dat pl …