(ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν

  • 1περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» …

    Dictionary of Greek