(ἐς τὸ ἄστυ
1ἄστυ — town neut nom/voc/acc sg …
2άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …
3Νέον Άστυ — Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1901 και κυκλοφόρησε έως το 1907 με διευθυντή τον Δημ. Κακλαμάνο. Έπειτα τη διεύθυνση ανέλαβε ο Γερ. Πετροβίκης, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1919 …
4ἄστει — ἄστυ town neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄστυ town neut dat sg …
5ἄστη — ἄστυ town neut nom/voc/acc pl ἄστυ town neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6ἄστυλον — ἄστῡλον , ἄστυλος without pillar masc/fem acc sg ἄστῡλον , ἄστυλος without pillar neut nom/voc/acc sg …
7ἀστοῖν — ἄστυ town neut gen/dat dual (attic epic doric) ἀστός townsman masc gen/dat dual …
8ἀστέων — ἄστυ town neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀστή fem gen pl (epic ionic) …
9ἀστύλου — ἀστύ̱λου , ἄστυλος without pillar masc/fem/neut gen sg …
10ἀστύλῳ — ἀστύ̱λῳ , ἄστυλος without pillar masc/fem/neut dat sg …