(ἐς κρᾶτα πρὸς γῆν

  • 1εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω …

    Dictionary of Greek